ανάριος — και ανάργιος –α, ο 1. ο μη πυκνός, ο αραιός κατά τη σύσταση 2. ο τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα 3. επίρρ. ανάρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριός < αραιός, με συνίζηση. ΠΑΡ. αναριάζω, αναριεύω, αναριοσύνη, αναριώνω. ΣΥΝΘ. αναριοδόντης,… … Dictionary of Greek
αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… … Dictionary of Greek
ανάλαφρος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πολύ βάρος, ελαφρός 2. ο μόλις αισθητός, άυλος, αέρινος 3. (για ψυχική διάθεση) ήρεμος, απαλλαγμένος από φροντίδες 4. ο μη πυκνός, αραιός, ανάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + αλαφρός αντί ελαφρός] … Dictionary of Greek
ανάρια — επίρρ. [ανάριος] 1. σε αραιά διαστήματα 2. κάπου κάπου («ανάρια ανάρια το φιλί για να’ χει νοστιμάδα» η συχνή επανάληψη καταντάει βαρετή 3. αργά αργά … Dictionary of Greek
αναραιάζω — αναραιεύω, ανάραιος κ.λπ. βλ. αναριάζω, αναριεύω, ανάριος κ.λπ … Dictionary of Greek
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)