ανάριος, -ια, -ιο

ανάριος, -ια, -ιο
(πρόθ. ανά + αραιός)
1. αραιός, όχι πυκνός: Το πανί είναι ανάριο.
2. τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα: Πολύ ανάριες τις έβαλες τις ελιές.
3. το επίρρ. ανάρια σε αραιά διαστήματα (τοπικά ή χρονικά): Ανάρια ανάρια το φιλί για να 'χει νοστιμάδα (παροιμ. φρ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάριος — και ανάργιος –α, ο 1. ο μη πυκνός, ο αραιός κατά τη σύσταση 2. ο τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα 3. επίρρ. ανάρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριός < αραιός, με συνίζηση. ΠΑΡ. αναριάζω, αναριεύω, αναριοσύνη, αναριώνω. ΣΥΝΘ. αναριοδόντης,… …   Dictionary of Greek

  • αναριεύω — [ανάριος] 1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω 2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω 3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω 4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον 5. μετατοπίζομαι για να… …   Dictionary of Greek

  • ανάλαφρος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πολύ βάρος, ελαφρός 2. ο μόλις αισθητός, άυλος, αέρινος 3. (για ψυχική διάθεση) ήρεμος, απαλλαγμένος από φροντίδες 4. ο μη πυκνός, αραιός, ανάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + αλαφρός αντί ελαφρός] …   Dictionary of Greek

  • ανάρια — επίρρ. [ανάριος] 1. σε αραιά διαστήματα 2. κάπου κάπου («ανάρια ανάρια το φιλί για να’ χει νοστιμάδα» η συχνή επανάληψη καταντάει βαρετή 3. αργά αργά …   Dictionary of Greek

  • αναραιάζω — αναραιεύω, ανάραιος κ.λπ. βλ. αναριάζω, αναριεύω, ανάριος κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η …   Dictionary of Greek

  • αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”